χαρακώνω

χαρακώνω
[-ώ (ο )] μετ.
1) огораживать (кольями); 2) [перен. укреплять; окружать окопами; 3) проводить линию, черту; линовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαρακώνω" в других словарях:

  • χαρακώνω — χαρακώνω, χαράκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρακώνω — χαράκωσα, χαρακώθηκα, χαρακωμένος 1. περιβάλλω κάτι με παλούκια, περιφράζω, οχυρώνω. 2. σέρνω γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα: Χαρακώνω το τετράδιό μου. 3. κάνω χαραγή στο αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

  • γραμμογραφώ — ( έω) σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • γραμμώνω — σύρω γραμμές, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • διαγραμμίζω — (AM διαγραμμίζω) διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω αρχ. παίζω πεσσούς, ντάμα …   Dictionary of Greek

  • παρασταυρώ — όω, Α χαρακώνω, περικλείω με πασσάλους μπηγμένους τον έναν κοντά στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταυρῶ «περιφράσσω χώρο με πασσάλους»] …   Dictionary of Greek

  • ριγώνω — και ρηγώνω Ν [ρίγα / ρήγα] σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • χαρακωτικός — η, ό, Ν 1. (κυρίως στρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή χαρακωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακωτική η τέχνη τής πρόσκαιρης οχύρωσης μιας περιοχής με χαρακώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακώνω. Το θηλ. χαρακωτική (ενν. τέχνη) μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • χαρακωτός — ή, ό, Ν [χαρακώνω] αυτός που έχει γραμμές που έχουν γίνει με χάρακα, χαρακωμένος («χαρακωτό χαρτί»). επίρρ... χαρακωτά Ν με χάραξη γραμμών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»